ἔξιν

ἔξιν
ἔξειμι 2
sum
imperf ind act 3rd pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἕξιν — ἕξις having fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • .άξιν — ἔξιν , ἔξειμι 2 sum imperf ind act 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АЛЕКСАНДР АФРОДИСИЙСКИЙ —     АЛЕКСАНДР АФРОДИСИЙСКИЙ (Ἀλέξανδρος ὁ Ἀφροδισιεύς) (кон. 2 нач. 3 в. н. э.), комментатор Аристотеля, глава Перипатетической школы в Афинах ок. 198 209. А. первый в ряду античных комментаторов, наследие которого сохранилось в достаточно… …   Античная философия

  • εκτικός — ή, ό (Α ἑκτικός, ή, όν) Ι. μσν. νεοελλ. ιατρ. «εκτικός πυρετός» αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλες διακυμάνσεις θερμοκρασίας, καχεξία και απίσχνανση αρχ. 1. συνήθης, συνεχής, καθ έξιν 2. ικανός, επιτήδειος για κάτι 3. καχεκτικός, απισχναντικός… …   Dictionary of Greek

  • нравъ — НРАВ|Ъ (306), А с. 1.Нрав, характер, совокупность психических свойств: [Феодосий] б˫аше бо кротъкъ нравъмь и тихъ съмыслъмь. ЖФП XII, 35в; аште ли къто которьнымь нравъмь нынѣ ѹставлѥныимь противитьсѧ. не при˫атьно сиѥ быти изволисѧ ст҃ѹѹмѹ и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • обычаи — ОБЫЧА|И (501), ˫А с. 1.Привычка, обыкновение: И слышѧштѧ гл҃ы нечисты. и обычѧ˫а пагѹбьны. раждизаюштѧ и распалѧюштѧ и въжизаюштѧ на блѹдъ. Изб 1076, 223; се бо и сиць обычаи имѧше блаженыи. ˫акоже многашьды въ нощи въста˫а. и отаи вьсѣхъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έξη — (I) (AM ἕξ) έξι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έξι]. (II) η (AM ἕξις) ιδιότητα, συνήθεια που αποκτήθηκε από την πείρα, τη συνεχή επανάληψη 2. φυσική διάθεση τού σώματος που οφείλεται στη συνήθεια μιας άσκησης, μιας πράξης («ἡ φύσις καὶ ἡ ἕξις», Ιπποκρ.) αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

  • ευλαβητικός — ή, ό (ΑΜ εὐλαβητικός, ή, όν) [ευλαβής] νεοελλ. μσν. ευλαβικός, ευσεβής («για μια ευλαβητικότατη κυρία, οπού αύριο θα κάμει αρτοπλασία», Λασκαρ.) αρχ. προσεκτικός, προφυλακτικός, προνοητικός («ἕξιν εὐλαβητικὴν τῆς ἐν τοῑς συμβαλλομένοις ἀδικίας»,… …   Dictionary of Greek

  • θηρατός — θηρατός, ή, όν (Α) [θηρώ] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να συλλάβει 2. μτφ. αυτός που μπορεί κάποιος να επιτύχει («τὴν ἕξιν, ἧ τὰ καλά θηρατὰ γίγνεται τοῑς ἀνθρώποις», Πολυδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”